- οντογενετικός
- -ή, -όβλ. οντογονικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οντογενετικός — και οντογονικός, ή, ό βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντογένεση, στην οντογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀντογένεσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη. Ο τ. οντογονικός < οντογονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά… … Dictionary of Greek